φύγιμον

From LSJ

κατ' ἐπιταγήν τοῦ αἰωνίου Θεοῦ → by command of the eternal God, by command of God eternal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύγῐμον Medium diacritics: φύγιμον Low diacritics: φύγιμον Capitals: ΦΥΓΙΜΟΝ
Transliteration A: phýgimon Transliteration B: phygimon Transliteration C: fygimon Beta Code: fu/gimon

English (LSJ)

[ῠ], τό, place of refuge, asylum, τοῖς δούλοις IG5(1).1390.80 (Andania, i B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

φύγιμον: ἔστω τὸ ἱερὸν τοῖς δούλοις, Ἐπιγρ. Ἀνδανίας, L. et. F. 326 a, δηλοῖ ἡ λέξ. καταφύγιον, ἄσυλον.

Greek Monolingual

τὸ, Α
καταφύγιο, άσυλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ- της μηδενισμένης βαθμίδας του ρ. φεύγω + κατάλ. -ιμον, ουδ. της κατάλ. -ιμος (πρβλ. τρόφιμος)].