χάσιμο

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek Monolingual

το, Ν
1. το αποτέλεσμα του χάνω, απώλεια, χασούρα
2. ζημία
3. παροιμ. φρ. «δίνε στους φτωχούς και δε θα το 'χεις χάσιμο» — δηλώνει ότι η προσφορά δεν μένει χωρίς ανταπόδοση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χασ- του αορ. έ-χασ-α του ρ. χάνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψιμο)].