χέζας

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source

Greek Monolingual

και χεζάς, ο, θηλ. χεζού, Ν
1. αυτός που έχει συχνές κενώσεις, χέστης
2. μτφ. δειλός, φοβιτσιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέζω + κατάλ. -άς (πρβλ. φαγάς)].