Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
το, Ν
1. κένωση τών εντέρων, αποπάτηση
2. μτφ. χυδαίο βρίσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χεσ- του αορ. έ-χεσ-α του ρ. χέζω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. βράσιμο)].