χαμήλωμα

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source

Greek Monolingual

-ώματος, το, Ν χαμηλώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χαμηλώνω, ελάττωση του ύψους, του ποσού ή της έντασης
2. χαμηλή τοποθεσία.