χαραμάδα

From LSJ

Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them

Sophocles, Antigone, 495-496

Greek Monolingual

και δ. γρφ. χαραμίδα, η, Ν
επίμηκες άνοιγμα, σχισμή ή μικρό κενό διάστημα κατά την αρμογή τών τμημάτων ενός όλου ή ως αποτέλεσμα βλάβης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάραμα + κατάλ. -άδα (πρβλ. σκισμάδα), ενώ ο τ. χαραμίδα με κατάλ. -ίδα (πρβλ. σταλαμίδα)].