χαριτόμορφος

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰρῐτόμορφος Medium diacritics: χαριτόμορφος Low diacritics: χαριτόμορφος Capitals: ΧΑΡΙΤΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: charitómorphos Transliteration B: charitomorphos Transliteration C: charitomorfos Beta Code: xarito/morfos

English (LSJ)

endued with grace of form, epithet of Isis, POxy.1380.59 (ii A. D.).

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει χαριτωμένη μορφή, όμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -μορφος (< μορφή), πρβλ. γυναικόμορφος, ἱππόμορφος].