χαρτοπόλεμος
From LSJ
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
ο, Ν
1. διαμάχη που διεξάγεται με ανταλλαγή εγγράφων
2. κομφετί
3. μτφ. γραφειοκρατική και αναποτελεσματική αντιμετώπιση ενός προβλήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + πόλεμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ].