χαρχάλι
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
Greek Monolingual
το, Ν
1. λειρί πετεινού
2. περιδέραιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χαρχάλι, με αρχική σημ. «λειρί πετεινού», κατά μία άποψη, έχει προέλθει από τον τ. καρακάλλιον, υποκορ. του καράκαλλον «είδος κοντού ενδύματος με κουκούλα», ενώ, κατ' άλλη άποψη, από τη λ. χηλή / χαλά, μέσω ενός τ. χαλχάλι (< χαλά, με αναδίπλωση της πρώτης συλλαβής), με ανομοίωση του -λ- σε -ρ-].