χασμούρημα
From LSJ
Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist
Greek Monolingual
το, Ν
χασμουρητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χασμουριέμαι + κατάλ. -ημα (< ρ. σε -ώ), πρβλ. σταυροκόπημα].