χείριστος
οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)
English (LSJ)
η, ον, irreg. Sup. of χείρων (v. χείρων B).
German (Pape)
[Seite 1345] irreg. superl. vom compar. χείρων, zu κακός gehörig, schlimmster, schlechtester; Xen. Mem. 1, 2,32, Dem. u. A.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
Sp;
v. χείρων.
Russian (Dvoretsky)
χείριστος: superl. к χείρων.
Greek (Liddell-Scott)
χείριστος: -η, -ον, ἀνώμαλον ὑπερθ. τοῦ χείρων (ἴδε χείρων Β).
Greek Monolingual
-η, -ο / χείριστος, -ίστη, -ον, ΝΜΑ
πάρα πολύ κακός, πολύ κακής ποιότητας (α. «διαγωγή χείριστη» β. «ὁ χείριστος τῶν ἀνθρώπων», Ξεν.)
αρχ.
(το ουδ. αιτ. πληθ. ως επίρρ.) χείριστα
με χείριστο τρόπο.
επίρρ...
χείριστα / χειρίστως, ΝΜΑ
πάρα πολύ κακά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χείρων.