χεδρωπά

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source

Greek Monolingual

τα, Ν χέδρωψ
βοτ. άλλη ονομασία της τάξης αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών φαβώδη.