χειραφετέω
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
English (LSJ)
v. emancipare, Gloss..
Greek Monolingual
χειραφετῶ, χειραφετέω, ΝΜΑ χειράφετος
αφήνω κάποιον ελεύθερο, απελευθερώνω
νεοελλ.
απαλλάσσω ανήλικο από την πατρική εξουσία
2. (κατ' επέκτ.) απαλλάσσω γυναίκα από την εξουσία του άνδρα
3. απαλλάσσω κάποιον από την επιρροή άλλου
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) χειραφετημένος, -η, -ο
αυτός που σκέπτεται και ενεργεί ελεύθερα
5. (η μτχ. θηλ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνεκδ. αυτή που, εν ονόματι της ελευθερίας, παραβαίνει τους κανόνες της ευπρέπειας και της ηθικής.