χειρικός

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρικός Medium diacritics: χειρικός Low diacritics: χειρικός Capitals: ΧΕΙΡΙΚΟΣ
Transliteration A: cheirikós Transliteration B: cheirikos Transliteration C: cheirikos Beta Code: xeiriko/s

English (LSJ)

χειρική, χειρικόν, manual, ἔργα POxy.1692.5 (ii A.D.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α χείρ, χειρός]
αυτός που γίνεται με τα χέρια, χειρωνακτικός («χειρικὴν ἐμὴν ἐργασίαν», πάπ.).
επίρρ...
χειρικῶς Α
με τα χέρια.