χειρολάβος
From LSJ
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
Greek (Liddell-Scott)
χειρολάβος: -ον, ὁ ὑποστηρίζων τὴν χεῖρα, χειρουργικὴ σφενδόνη δι’ ἧς ὑποστηρίζεται πάσχουσα χείρ, ἴδε σφενδόνη ΙΙ, 1, Cocch. Chirurgg. Vett. 28.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
επίδεσμος από τον οποίο στηρίζεται τραυματισμένο χέρι, κν. κούνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -λάβος (< θ. λαβ- του λαμβάνω, πρβλ. αόρ. β' ἔ-λαβ-ον), πρβλ. ἐργολάβος].