ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
η, Ν1. το να πιάνει κανείς κάτι με το χέρι, λαβή, πιάσιμο2. χερόβολο.[ΕΤΥΜΟΛ. < χερόβολο + κατάλ. -ιά (πρβλ. κουταλιά)].