χεροβολιά

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. το να πιάνει κανείς κάτι με το χέρι, λαβή, πιάσιμο
2. χερόβολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χερόβολο + κατάλ. -ιά (πρβλ. κουταλιά)].