Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
Full diacritics: χιδαλέον | Medium diacritics: χιδαλέον | Low diacritics: χιδαλέον | Capitals: ΧΙΔΑΛΕΟΝ |
Transliteration A: chidaléon | Transliteration B: chidaleon | Transliteration C: chidaleon | Beta Code: xidale/on |
τυφλόν, ἄγαμον, πεφρικός, Hsch.
χιδαλέον: «τυφλόν, ἄγαμον, πεφρικός» Ἡσύχ.
Α
(κατά τον Ησύχ.) «τυφλόν, ἄγαμον, πεφρικός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χίδρυ].