χιονόνερο

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

Greek Monolingual

το, Ν
(μετεωρ.) ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα αποτελούμενο από χιόνι και βροχή συγχρόνως ή από χιόνι το οποίο έχει εν μέρει τακεί, αλλ. χιονόβροχο ή χιονόλυτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + νερό].