χοντροχείλης

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source

Greek Monolingual

-α, -ικο, θηλ. και χοντροχειλού, Ν
αυτός που έχει χοντρά χείλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο)- + -χείλης (< χείλι), πρβλ. σφιχτοχείλης].