χορηγέτης

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χορηγέτης Medium diacritics: χορηγέτης Low diacritics: χορηγέτης Capitals: ΧΟΡΗΓΕΤΗΣ
Transliteration A: chorēgétēs Transliteration B: chorēgetēs Transliteration C: chorigetis Beta Code: xorhge/ths

English (LSJ)

χορηγέτου, ὁ, = χορηγός, 1, Iamb.VP30.186: Dor. χορᾱγέτας IG42(1).133.7 (Epid., hymn).

German (Pape)

[Seite 1365] ὁ, = χορηγός, Iamblich. V. Pyth. §. 186.

Greek (Liddell-Scott)

χορηγέτης: -ου, ὁ, = χορηγός, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 386.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. χοραγέτας, ὁ, Α
χορηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + ἡγέτης (πρβλ. στρατηγέτης)].