χουζούρι

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. ανάπαυση, ραχάτι
2. συνεκδ. νωθρότητα, τεμπελιά
3. απόλαυση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. huzur].