χρέμω
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
German (Pape)
[Seite 1371] ungebr. Stammform von χρεμέθω, χρεμίζω, χρεμετίζω.
Greek Monolingual
Α
(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) χρεμετίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αμάρτυρος τ. ενεστ., ο οποίος θεωρείται ως πρωτόθετος τ. της οικογένειας του ρ. χρεμετίζω (βλ. λ. χρεμετίζω)].