χρυσάνθεμος

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. αυτός που έχει χρυσά άνθη, χρυσανθής
2. το ουδ. ως ουσ. βλ. χρυσάνθεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -άνθεμος (< ἄνθεμον «λουλούδι»), πρβλ. φιλάνθεμος].