Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χρυσομάλλης

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

χρυσομάλλης, χρυσομάλλα, χρυσομάλλικο, θηλ. και χρυσομαλλού και χρυσομαλλούσα, Ν
αυτός που έχει ξανθά και λαμπερά μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -μάλλης (< μαλλί), πρβλ. σγουρομάλλης].