χρυσόπηχυς
From LSJ
English (LSJ)
Dor. χρυσόπαχυς, χρυσόπηχυ, with golden arms, Ἀώς B.5.40.
Greek Monolingual
και χρυσόπαχυς, -υ, Α
αυτός που έχει χρυσοΰφαντα μανίκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -πηχυς (< πῆχυς), πρβλ. ἀργυρόπηχυς].
Full diacritics: χρῡσόπηχυς | Medium diacritics: χρυσόπηχυς | Low diacritics: χρυσόπηχυς | Capitals: ΧΡΥΣΟΠΗΧΥΣ |
Transliteration A: chrysópēchys | Transliteration B: chrysopēchys | Transliteration C: chrysopichys | Beta Code: xruso/phxus |
Dor. χρυσόπαχυς, χρυσόπηχυ, with golden arms, Ἀώς B.5.40.
και χρυσόπαχυς, -υ, Α
αυτός που έχει χρυσοΰφαντα μανίκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -πηχυς (< πῆχυς), πρβλ. ἀργυρόπηχυς].