χρυσόπλευρος

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσόπλευρος Medium diacritics: χρυσόπλευρος Low diacritics: χρυσόπλευρος Capitals: ΧΡΥΣΟΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: chrysópleuros Transliteration B: chrysopleuros Transliteration C: chrysoplevros Beta Code: xruso/pleuros

English (LSJ)

ὁ, = σάλπη, Glossaria.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
το ψάρι σάλπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. χαλκόπλευρος].