χρυσώπης
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
German (Pape)
[Seite 1383] ὁ, fem. χρυσῶπις, = Folgdm; χρυσῶπα, als voc., Bacchus, Eur. Bacch. 553 (aber nach Herm. acc., mit θύρσον zu verbinden); das fem., Λητώ, Ar. Th. 321; auch χρυσώπιδες ἰχθύες ἐλλοί, poet. bei Ath. VII, 277 d.
Greek Monolingual
ὁ, Α
χρυσωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ώπης (< θ. οπ- του όπωπα), πρβλ. βλοσυρώπης].