Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
χυλῶ, -όω, ΝΜΑ χυλός
μετατρέπω σε χυλό, πολτοποιώ
νεοελλ.
(αμτβ.) μετατρέπομαι σε χυλό, πολτοποιούμαι («τα φασόλια χυλώσανε»)
μσν.
1. αφαιρώ τον χυμό από καρπό ή φυτό («μῆλα χυλώσαντες», Γεωπ.)
2. ραντίζω, διαβρέχω με χυλό.