ψευτιά
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
η, Ν ψεύτης
1. ψεύδος, ψέμα
2. απάτη, δόλος
3. παροιμ. «με τις ψευτιές κουκούλια δεν βάφουν» — χωρίς ικανότητες και χωρίς οικονομικά μέσα, η επιτυχία μιας επιχείρησης ή ενός εγχειρήματος είναι ανέφικτη.