ψυχιατρική

From LSJ

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. ιατρική ειδικότητα της οποίας αντικείμενο είναι η μελέτη και η θεραπεία τών ψυχικών νόσων και τών νόσων του νευρικού συστήματος οι οποίες παρουσιάζουν συμπτώματα ψυχικού, κυρίως, χαρακτήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychiatrie (< ψυχή + ιατρός + -ικός, -ή). Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Ιγν. Μοσχάκη].