ψυχοθεραπεία

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. το σύνολο τών μεθόδων που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία τών ψυχικών νόσων
2. ιατρ. θεραπεία που ασκείται με ψυχολογικές μεθόδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychotherapie < psycho- (< ψυχή + θεραπεία). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εστία].