ωμία

From LSJ

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source

Greek Monolingual

ἡ, Α ὦμος
1. ώμος
2. μτφ. α) γωνία ή πλευρά οικοδομήματος
β) (για ποταμό) στροφή, καμπή.