блуждать
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
Russian > Greek
ἐμπλάζομαι, ἠλασκάζω, ἐπιπλάζομαι, ἐπαλάομαι, ῥέμβομαι, ἀλάομαι, περιπλανάομαι, ἠλάσκω, πλανύττω, περιπολέω, ἀστατέω, ἀμφιπολέω, ἐναιωρέομαι, φοιτάω, διαπλανάω, περινοστέω, περιπορεύομαι