валяться
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
Russian > Greek
καλινδέομαι, συγκυλίομαι, ἀλινδέομαι, ἀλίνδομαι, ἐγκυλίω, συγκυλινδέομαι, κατάκειμαι, κυλίνδω
καλινδέομαι, συγκυλίομαι, ἀλινδέομαι, ἀλίνδομαι, ἐγκυλίω, συγκυλινδέομαι, κατάκειμαι, κυλίνδω