лепешка

From LSJ

κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things

Source

Russian > Greek

πλάξ, φθόϊς, φθοῖς, φθοΐς, μαζίσκη, πλακόεις, μάζα, μᾶζα