оглядываться
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
Russian > Greek
διασκέπτομαι, περισκέπτομαι, ἐπιστρέφω, μετατροπαλίζομαι, περισκοπέω
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
διασκέπτομαι, περισκέπτομαι, ἐπιστρέφω, μετατροπαλίζομαι, περισκοπέω