помешанный
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Russian > Greek
ἀτέων, πλαγκτός, παράφορος, ὑπόμαργος, πλαγκτόνοος, πλαγκτόνους, παραπλήξ, ἁμαρτίνοος, βλαψίφρων, παράφρων, φρενοβλαβής, παρακινητικός, παράκοπος, ἀκρομανής, παρἡορος, παράορος, πάραρος