противодействие
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
Russian > Greek
ἀντίταγμα, ἀντιπερίστασις, ἀντίκρουσις, ἀνθολκή, κατάκρουσις, ἐμποδισμός, ἐναντίωμα, ἀντίπραξις, ἐναντίωσις, διακώλυσις, ἀντίβασις, ἔνστασις