скреплять
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
Russian > Greek
ζεύγνυμι, συνέχω, διαπήγνυμι, περιπήγνυμι, περιπηγνύω, καθάπτω, ἁρμόζω, ἁρμόττω, ἁρμόσδω, κολλάω, κατασφίγγω, γομφόω, σπένδω, συνειλέω, σφραγίζω