κατασφίγγω

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασφίγγω Medium diacritics: κατασφίγγω Low diacritics: κατασφίγγω Capitals: ΚΑΤΑΣΦΙΓΓΩ
Transliteration A: katasphíngō Transliteration B: katasphingō Transliteration C: katasfiggo Beta Code: katasfi/ggw

English (LSJ)

bind tightly, Plu.2.983d:—Pass., J.AJ3.7.2.

French (Bailly abrégé)

serrer fortement.
Étymologie: κατά, σφίγγω.

German (Pape)

fest zusammenschnüren, Sp., τὰ ἡρμοσμένα κατασφίγγει καὶ πήγνυσι Plut. Sol. an. 35.

Russian (Dvoretsky)

κατασφίγγω: сжимать, скреплять (τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κατασφίγγω: μέλλ. -γξω, σφίγγω στενῶς, τὰ ἠρμοσμένα κατασφίγγει καὶ πήγνυσι Πλούτ. 2. 983D· ποδήρης χιτὼν… χειρῖδας περὶ τοῖς βραχίοσι κατεσφιγμένος, δηλ. κατεσφιγμένας ἔχων, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 7, 2.

Greek Monolingual

κατασφίγγω (AM)
μσν.
1. σφίγγω καλά, δυνατά
2. περισφίγγω, περικυκλώνω
3. καταπιέζω, εξαναγκάζω
αρχ.
σφίγγω κάτι ισχυρά, στερεώνω, εφαρμόζω στενάποδήρης χιτών... κατεσφιγμένος», Ιώσ.).