терять
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
Russian > Greek
ἐκβάλλω, ἀποτυγχάνω, ἐκρέω, συναποβάλλω, ἀπολείπω, ἀπαναλίσκω, ἀναλίσκω, ἀναλόω, ἀποβάλλω, ἀποφθίνω, καταπροΐημι, παραπόλλυμι, ἀμπλακίσκω, μεταβάλλω, ἀπόλλυμι