παραπόλλυμι
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
English (LSJ)
destroy, consume or spend to no purpose, waste, lose, τὸ ναῦλον Plu.2.439e, cf. Gal. UP12.5; καιρόν Charito 1.7; ἡλικίαν τὴν ἐκ τῆς Ἰταλίας D.C.74.2:—more freq. in Med. and Pass., with pf. 2 παραπόλωλα, perish, παραπολεῖ βοώμενος Ar.V.1228; παραπόλωλεν ἡ τέχνη Dionys. Com.2.35; ἠτίμωται καὶ παραπόλωλεν D.21.91; ἀκαρὴς παραπόλωλας Men.835; ὁ βίος μελλησμῷ παραπόλλυται Epicur.Sent. Vat.14; λιμῷ παραπολοῦμαι PCair.Zen.160.5 (iii B. C.), cf. PPetr.3p.74 (iii B.C.), Sor.1.31; οἷος τεχνίτης παραπόλλυμαι, = qualis artifex pereo! D.C.63.29.
German (Pape)
[Seite 495] (s. ὄλλυμι), daneben, dabei vernichten, tödten, D. Cass. 74, 2; τὸ ναῦλον, verlieren, Plut. virt. doceri posse 2. – Häufig im med. dabei umkommen, zn Grunde gehen, παραπολεῖ βοώμενος, Ar. Vesp. 1228; ὁ μὲν ἠτίμωται καὶ παραπόλωλεν, Dem. 21, 91; παραπόληται Luc. Nigr. 13, u. öfter bei Sp.
French (Bailly abrégé)
perdre en outre, acc..
Étymologie: παρά, ἀπόλλυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-απόλλυμι, alleen med. (met intrans. perf.), te gronde gaan, omkomen.
Russian (Dvoretsky)
παραπόλλῡμι: (fut. παραπολοῦμαι, pf. 2 παραπόλωλα)
1 утрачивать, терять (τὸν ναῦλον Plut.);
2 med. пропадать, погибать Dem., Plut.: παραπολεῖ βοώμενος Arph. если будешь кричать, ты погибнешь.
Greek (Liddell-Scott)
παραπόλλυμι: καταστρέφω προσέτι, Δίων Κ. 74. 2· π. τὸ ναῦλον, χάνω προσέτι τὸ ναῦλον, Πλούτ. 2. 439Ε. ΙΙ. Μέσ., μετὰ β' πρκμ. παραπόλωλω, ἀπόλλυμαι, χάνομαι ἐν τῷ μεταξύ, παραπολεῖ βιώμενος Ἀριστοφ. Σφ. 1228· παραπόλωλεν ἡ τέχνη Διονύσ. Κωμ. ἐν «Θεσμοφόρῳ» 1. 35. 2) καταστρέφομαι παρ’ ἀξίαν, ἀδίκως, ἠτίμωται καὶ παραπόλωλεν Δημ. 543 ἐν τέλ.
Greek Monolingual
Α
1. καταστρέφω κάτι άδικα, καταναλίσκω άσκοπα, σπαταλώ («παραπόλλυμι τὸν ναῦλον», Πλούτ.)
2. μέσ. παραπόλλυμαι
χάνομαι άδικα («οἷος τεχνίτης παραπόλλυμαι», Δίων. Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀπόλλυμι «αφανίζω, καταστρέφω»].
Greek Monotonic
παραπόλλυμι:1. καταστρέφω επιπλέον — Μέσ., με παρακ. βʹ παραπόλωλα, χάνομαι δίπλα από, παραπολεῖ (βʹ ενικ. μέλ.), σε Αριστοφ.
2. καταστρέφομαι άδικα, σε Δημ.
Middle Liddell
1. to destroy besides:—Mid., with perf. 2 παραπόλωλα, to perish besides, παραπολεῖ (2nd sg. fut.) Ar.
2. to be ruined undeservedly, Dem.