щедрость
From LSJ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
Russian > Greek
μεγαλοεργία, μεγαλουργία, μεγαλοψυχία, μεγαλοπρέπεια, μεγαλοπρεπείη, ἐλευθεριότης, φιλοδωρία, ἀφειδία, μεγαλοδωρεά, μεγαλοδωρία, πολυδωρία, χαριστικόν