ἀάβακτος

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

German (Pape)

[Seite 1] nach Hes. lakon. = ἀβλαβής.

Greek (Liddell-Scott)

ἀάβακτος: «ἀάβακτοι, ἀβλαβεῖς (Σικελοί)», Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): -βηκτον Et.Gud.; -βυκτον Cyr.T., Cyr.C.p.197
indemne Hsch., ἀ.· μέλαν, ἀβλαβές Et.Gud., cf. Cyr.T., Cyr.C.l.c.
• Etimología: *ἀάϝακτος, cf. ἀάω.