ἀβάκτις
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβάκτις: ἢ ἀβ ἄκτις, ὁ, ἄκλ. ― ἐκ τοῦ Λατινικοῦ ab actis, ἀρχειοφύλαξ, ὑπομνηματιστής. Νειλ. Ἐπιστ. 2, 207, Θεοφίλῳ ἀβάκτις. Λυδ. 220, 262, 23. 213, «ἀβ ἄκτις μὲν ὄνομα τῷ φροντίσματι, σημαίνει δὲ καθ’ ἑρμηνείαν τὸν τοῖς ἐπὶ χρήμασι πραττομένοις ἐφεστῶτα».
Spanish (DGE)
ὁ
• Grafía: graf. ἀβάκτης PLandlisten 2.509 (IV d.C.), pero cf. PLandlisten 2.781, lat. ab actis (cf. ἀβ ἄκτις Lyd.Mag.3.20)
• Morfología: [indecl., pero ac. sg. ἀβάκτην POxy.1108.11 (VI/VII d.C.)]
funcionario encargado de registrar, como notario público, asuntos pertenecientes a la jurisdicción civil ἀ. πάγου PLandlisten 2.509, τοιαῦτα γράμματα ἀποστεῖλαι πρὸς τὸν ἀβάκτις SB 9106.3 (V d.C.), cf. PLandlisten 2.781, Nil.M.79.309B, Lyd.l.c., PMich.624.10 (VI d.C.), POxy.l.c.