ἀγαπητόν

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source

Russian (Dvoretsky)

ἀγᾰπητόν: I τό предмет любви, (нечто) желанное Arst.
II adv. Men. = ἀγαπητῶς.