ἀγνοῶ

From LSJ

ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge

Source

Mantoulidis Etymological

(=δέ γνωρίζω). Ἀπό τό α στερητ. + ρίζα γνοτοῦ γιγνώσκω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἄγνοια (=ἀμάθεια), ἀγνόημα (=σφάλμα ἀπό ἄγνοια), ἀγνοούντως, ἀγνοητικός (=πού ταιριάζει στήν ἄγνοια), ἀγνοητέον (μέ ἄρνηση).