ἀδιάπαυστος

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδιάπαυστος Medium diacritics: ἀδιάπαυστος Low diacritics: αδιάπαυστος Capitals: ΑΔΙΑΠΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: adiápaustos Transliteration B: adiapaustos Transliteration C: adiapafstos Beta Code: a)dia/paustos

English (LSJ)

ἀδιάπαυστον, not to be stilled, incessant, violent, Plb.4.39.10, Phalar.Ep.67.3. Adv. ἀδιαπαύστως = incessantly Plb.1.57.1, Antyll. ap. Orib.4.11.14.

Spanish (DGE)

-ον
1 incesante, que no para, interminable, ἀπόρρυσις Plb.4.39.10, κίνδυνοι Phalar.Ep.67.3, ἐπιστολαί Alciphr.4.17.3, λόγοι PMil.Vogl.43.2.11 (II d.C.).
2 adv. ἀδιαπαύστως = incesantemente, sin parar ἀ. πληγὴν ἐπὶ πληγῇ τιθέναι Plb.1.57.1, cf. 21.28.5, Antyll. en Orib.4.11.14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιάπαυστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταπαύσῃ, ἀδιάκοπος, ὁρμητικός, Πολύβ. 4. 39, 10. - Ἐπίρρ. ἀδιαπαύστως, ὁ αὐτ. 1. 57. 1.

Russian (Dvoretsky)

ἀδιάπαυστος: непрерывный, непрекращающийся, постоянный (κίνδυνος Polyb.).

German (Pape)

ohne dazwischen auszuruhen, unaufhörlich, κίνδυνος Pol. 4.39.10; adv., 1.57.1.