ἀκαιρολογία
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
English (LSJ)
ἡ, Hsch. s.v. βαττολογία; prob. in D.H. Lys.4.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
divagación, digresión, charla inoportuna οὔτε ἀκαιρολογίας οὔτε ἀσαφείας D.H.Lys.4.4, glos. a βαττολογία Hsch.β 340.
Greek Monolingual
η (Α ἀκαιρολογία) ἀκαιρολόγος
άκαιρη ομιλία, φλυαρία.