ἀλώφητος
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
English (LSJ)
ἀλώφητον, (λωφάω) unremitting, Plu.Fab.23, AP5.254.12 (Paul. Sil.).
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
1 que no cede, que no cesa ἀγῶνες Plu.Fab.23, ἐρωμανίη AP 5.255 (Paul.Sil.), ἔπινον ἀλωφήτου χύσιν οἴνου Nonn.D.13.267, δεῖπνον Nonn.D.20.6, ἀλωφήτων ἀπὸ τόξων Nonn.D.22.345, cf. Plu.2.1005c.
2 perdurable, eterno τιμή Nonn.Par.Eu.Io.10.10, αἰών Nonn.Par.Eu.Io.12.25, θεσμός Nonn.Par.Eu.Io.15.9, κέλευθοι Io.Gaz.1.139.
German (Pape)
[Seite 113] ohne Erholung oder Pause, ἀγῶνες Plut. Fab. 23; ἐρωμανίη Paul. Sil. 7 (V, 255).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne cesse pas.
Étymologie: ἀ, λωφάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀλώφητος:
1 непрерывный, беспрестанный (ἀγῶνες Plut.);
2 безудержный, неугомонный (ἐρωμανίη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀλώφητος: -ον, (λωφάω) ἀδιάλειπτος, συνεχής, Πλουτ. Φάβ. 23.
Greek Monolingual
ἀλώφητος και -φοτος, -ον (Α) λωφῶ
αυτός που δεν λουφάζει, δεν ησυχάζει, συνεχής, αδιάκοπος.
Greek Monotonic
ἀλώφητος: -ον (λωφάω), αδιάλειπτος, συνεχής, σε Πλούτ.
Middle Liddell
λωφάω
unremitting, Plut.